Ιακώβ — ο (λ. εβρ.), κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλφασί, Ισαάκ Μπεν Ιακώβ — (Isaac ben Jacob ha Kohen Al Fasi, 1013 – 1103). Εβραίος ταλμουδιστής και νομοδιδάσκαλος. Το 1088 πήγε στην Ισπανία και ίδρυσε στη Λουκένα ιερατική σχολή, όπου σπούδασαν διάσημοι Εβραίοι λόγιοι. Εναντιώθηκε στην τάση των συγχρόνων του στη… … Dictionary of Greek
Τέμινκ, Κονράδος Ιακώβ — (Temminck, 1778 – 1858). Ολλανδός φυσιολόγος. Διετέλεσε διευθυντής της Ακαδημίας των Επιστημών του Χάρλεμ και του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Ολλανδίας. Έκανε σπουδαίες επιστημονικές παρατηρήσεις, επάνω στα πτηνά και τα θηλαστικά. Τα… … Dictionary of Greek
ВТОРОБРАЧИЕ — [греч. διγαμία, δεύτερος γάμος], или двубрачие, вступление в повторный (в строгом смысле термина во 2 й) брак. Вступление в 3 й брак называют троебрачием (τριγαμία), в последующие браки многобрачием (πολυγαμία). Церковь всегда считала… … Православная энциклопедия
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ησαύ — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, δίδυμος αδελφός του Ιακώβ. Η Αγία Γραφή τον περιγράφει άνθρωπο ρωμαλέο, με βίαιο και άστατο χαρακτήρα, που η απασχόλησή του ήταν το κυνήγι. Η ιστορία του Η. συνδέεται στενά με… … Dictionary of Greek
Ιούδας — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Απόστολος. Βλ. λ. Θαδδαίος. 2. Ι. ο Ισκαριώτης. Βλ. λ. Ιούδας ο Ισκαριώτης. 3. Πατριάρχης των Εβραίων. Τέταρτος γιος του Ιακώβ και της Λείας, επώνυμος ήρωας της ομώνυμης φυλής. Στον I. όφειλε τη σωτηρία του από την… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Λάβαν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Βαθουήλ, αδελφός της Ρεβέκκας και ταυτόχρονα θείος και πεθερός του Ιακώβ, ο οποίος παντρεύτηκε τις κόρες του, Ραχήλ και Λεία. Η πρώτη φορά που αναφέρεται το όνομά του στην Παλαιά Διαθήκη είναι στη συνάντηση της… … Dictionary of Greek
Яков — укр. Якiв, род. п. Якова, др. русск., ст. слав. Иаковъ ᾽Ιακώβ. Из греч. ᾽Ιακώβ. Напротив, блр. Якуб – через польск. Jakob из лат. Jасоb. Др. русск. Яковитци (мн.) – монофизитская секта в Армении и Сирии (Греф. 7, 19), – от ср. греч. ᾽Ιακωβῖται –… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера